μόνον εάν ...

μόνον εάν ...
единcтвено  ако ..

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • διαιρετότητα — Όρος που αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ιδιότητα, η οποία αφορά ακέραιους αριθμούς και πολυώνυμα. Αν ν και μ είναι ακέραιοι αριθμοί, λέγεται ότι: ο ν είναι διαιρετός δια του μ, εάν (και μόνον εάν) υπάρχει ακέραιος ρ τέτοιος, ώστε να ισχύει: ν =… …   Dictionary of Greek

  • άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… …   Dictionary of Greek

  • αναλλοίωτος — Στα μαθηματικά, έστω μία ομάδα (σύμπλεγμα) G μετασχηματισμών του επιπέδου, του χώρου ή, γενικότερα, ενός συνόλου, έστω E, στον εαυτό του. Μία έννοια ή μία ιδιότητα –που αφορά ένα σχήμα του επιπέδου, του χώρου ή του συνόλου E– ονομάζεται α. ως… …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

  • ορθογώνιος — Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες… …   Dictionary of Greek

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

  • απαλείφουσα — Δύο εξισώσεις, π.χ. οι α1x + β1= 0, α2x + β2 = 0, δεν έχουν πάντοτε κάποια κοινή ρίζα. Οι προηγούμενες εξισώσεις έχουν κάποια κοινή ρίζα, εάν (και μόνο εάν) ισχύει: α1β2 – α2β1 = 0. Η παράσταση α1β2 – α2β1 ονομάζεται η α. των προηγούμενων δύο… …   Dictionary of Greek

  • διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… …   Dictionary of Greek

  • ελλειψοειδές — Στη γεωμετρία, ε. ονομάζεται μια επιφάνεια δευτέρου βαθμού, μη εκφυλισμένη (που δεν είναι, δηλαδή, ούτε κώνος ούτε κύλινδρος ούτε ένα ζεύγος επιπέδων) και χωρίς σημεία στο άπειρο (περιορισμένη). Μια ειδική περίπτωση του ε. είναι η σφαίρα. Επίσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”